-
1 κλίση
[-ις (-εως)] η1) наклонение, нагибание; сгибание; 2) наклон, крен (судна); 3) склонение, отклонение (стрелки и т. п.); 4) скат, склон; откос; спуск;κλίση οδού — уклон дороги;
5) поворачивание, поворот;κλίση επ' αριστερά! — налево! (команда);
6) перен. наклонность, склонность к...;έχει κλίση στα μαθηματικά — у него склонность к математике;
7) перен. уклон (специализация);σχολή με τεχνική κλίση — школа с техническим уклоном;
8) грам, склонение; спряжение;9) флексия, окончание -
2 κλίση
yatkınlık, eğilim, yetenek -
3 κλίση
1) aptitude2) inclinaison -
4 κλίση
1) nachylenie (n) rzecz.2) skłonność (f) rzecz.3) uzdolnienie (n) rzecz.4) zdolność (f) rzecz. -
5 κλίση
1) inklinace2) nachýlení3) nadání4) naklonění5) schopnost6) šikmost7) sklon8) sklonění9) způsobilost -
6 κλίση
1) aptitude2) inclinationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλίση
-
7 έφεση (κλίση)
la vocacio' -
8 tasrif
κλίση -
9 yatkınlık
κλίση, προδιάθεση -
10 inklinace
κλίση -
11 nachýlení
κλίση -
12 šikmost
κλίση -
13 sklonění
κλίση -
14 уклон
-а α.1. επικλινές μέρος, πλαγιά• κατωφέρεια• κατήφορος•катиться под -ом κυλιέμαι στον κατήφορο.
2. κλίση, γέρμα•уклон мачты η κλίση του καταρτιού•
уклон столба η κλίση του στύλου.
3. απόκλιση•уклон в ту и другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.
4. μτφ. παρέκκλιση, απομάκρυνση (από τα καθιερωμένα)•правый уклон δεξιά παρέκκλιση•
левый уклон αριστερή παρέκκλιση•
борьба с -ами в партии πάλη ενάντια στις παρεκκλίσεις στο κόμμα.
5. μτφ. τάση, κλίση• κατεύθυνση• προορισμός•спортивные игры с военным -ом αθλοπαιδιές με περιεχόμενο στρατιωτικής εκπαίδευσης.
εκφρ.под уклон идти ή направиться – πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω. -
15 склониость
склон||иостьж ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή/ ἡ συμπάθεια (κ кому-л.):\склониость κ полноте ἡ τάση γιά νά παχύνει· \склониость к нау́-ке κλίση στήν ἐπιστήμη· питать \склониость а) ἔχω κλίση σέ κάτι (κ чему-л.), б) αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον (к кому· либо). -
16 уклон
уклонм1. (покатость) ἡ κλίση [-ις], ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια/ ἡ ἀπόκλιση (отклонение):катиться под \уклон прям., перен κατρακυλώ, παίρνω τόν κατήφορο·2. (специализация) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:шко́ла с техническим \уклоном ἡ σχολή μέ τεχνικήν κλίση·3. полит ἡ παρέκκλιση[-ις]:правый \уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση· левый \уклон ἡ ἀριστερή παρέκκλιση. -
17 склонение
-я ουδ.1. κλίση, κάμψη, γέρμα• σκύψιμο. || μτφ. στροφή• πέρασμα, γύρισμα(με το μέρος άλλου).2. (γραμμ.) κλίση•склонение су-ществителных и прилагательных κλίση ουσιαστικών και επιθέτων•
существительные второго склонения ουσιαστικά δεύτερης κλίσης.
3. απόκλιση•магнитное склонение μαγνητική απόκλιση•
склонение светила απόκλιση αστεριού.
-
18 вираж
1. (поворот) η στροφή 2. ав. η οριζόντια στροφή 360° - глубокий - με κλίση πάνω από 45°Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вираж
-
19 разворот
1. ав. η στροφ/ήдвойной восходящий - δύο συνεχόμενες - ες διαφορετικής διεύθυνσης με άνοδο και περιστροφήкрутой - κλειστή -, απότομη -(правильный вираж) οριζόντια - 360° με σταθερή ταχύτητα και κλίση2. (листа, обложки и т.п.) το άνοιγμαна - е στην εσωτερική πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворот
-
20 склонение
1. астр. η κλίση, η απόκλιση, η παρέκλισηмагнитное - физ. μαγνητική -2. (грам) η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склонение
См. также в других словарях:
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη … Dictionary of Greek
ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek